Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intenzionalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intentsjonaliˈta]

1 σκοπιμότητα
2 εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού
3 ενέργεια από πρόθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intenzionale intenzionalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intentabile (επίθ.)
intentato (επίθ.)
intento (ουσ αρσ )
intento (επίθ.)
intenzionale (επίθ.)
intenzionalità (θηλ.ουσ)
intenzionalmente (επίρ.)
intenzionato (επίθ.)
intenzione (θηλ.ουσ)
intepidire (ρ.αμτβ.)
intepidire (ρ. μτβ.)
intepidirsi (ρ.μ. (αντων.))
interagente (επίθ.)
interagire (ρ.αμτβ.)
interalleato (επίθ.)
interamente (επίρ.)
interasse (ουσ αρσ )
interatomico (επίθ.)
interaziendale (επίθ.)
interazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---