Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intenzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intenˈtsjone]

η πρόθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intenzionato intepidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intento (επίθ.)
intenzionale (επίθ.)
intenzionalità (θηλ.ουσ)
intenzionalmente (επίρ.)
intenzionato (επίθ.)
intenzione (θηλ.ουσ)
intepidire (ρ.αμτβ.)
intepidire (ρ. μτβ.)
intepidirsi (ρ.μ. (αντων.))
interagente (επίθ.)
interagire (ρ.αμτβ.)
interalleato (επίθ.)
interamente (επίρ.)
interasse (ουσ αρσ )
interatomico (επίθ.)
interaziendale (επίθ.)
interazione (θηλ.ουσ)
interbancario (επίθ.)
interbellico (επίθ.)
interbinario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---