Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interatˈtsjone]

Αλληλεπίδραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interaziendale interbancario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interalleato (επίθ.)
interamente (επίρ.)
interasse (ουσ αρσ )
interatomico (επίθ.)
interaziendale (επίθ.)
interazione (θηλ.ουσ)
interbancario (επίθ.)
interbellico (επίθ.)
interbinario (ουσ αρσ )
interblocco (ουσ αρσ )
intercalare (ουσ αρσ )
intercalare (επίθ.)
intercalare (ρ. μτβ.)
intercalazione (θηλ.ουσ)
intercambiabile (επίθ.)
intercambiabilità (θηλ.ουσ)
intercapedine (θηλ.ουσ)
intercedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intercellulare (επίθ.)
intercessione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---