Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [interaˈmente]

1 πλήρως
2 εντελώς
3 ολοσχερώς
4 εξολοκλήρου
5 ολότελα
6 τελείως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interalleato interasse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intepidire (ρ. μτβ.)
intepidirsi (ρ.μ. (αντων.))
interagente (επίθ.)
interagire (ρ.αμτβ.)
interalleato (επίθ.)
interamente (επίρ.)
interasse (ουσ αρσ )
interatomico (επίθ.)
interaziendale (επίθ.)
interazione (θηλ.ουσ)
interbancario (επίθ.)
interbellico (επίθ.)
interbinario (ουσ αρσ )
interblocco (ουσ αρσ )
intercalare (ουσ αρσ )
intercalare (επίθ.)
intercalare (ρ. μτβ.)
intercalazione (θηλ.ουσ)
intercambiabile (επίθ.)
intercambiabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---