Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intercalazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interkalatˈtsjone]

1 παρεμβολή
2 ένθεση
3 παρέμβλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intercalare intercambiabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interbinario (ουσ αρσ )
interblocco (ουσ αρσ )
intercalare (ουσ αρσ )
intercalare (επίθ.)
intercalare (ρ. μτβ.)
intercalazione (θηλ.ουσ)
intercambiabile (επίθ.)
intercambiabilità (θηλ.ουσ)
intercapedine (θηλ.ουσ)
intercedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intercellulare (επίθ.)
intercessione (θηλ.ουσ)
intercessore (αρσ. επίθ και ουσ)
intercettamento (ουσ αρσ )
intercettare (ρ. μτβ.)
intercettatore (ουσ αρσ )
intercettatore (επίθ.)
intercettazione (θηλ.ουσ)
intercettore (ουσ αρσ )
intercezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---