Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intercalàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interkaˈlare]

1 ρεφρέν
2 επωδός
3 έτοιμη φράση

intercalàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interkaˈlare]

1 παρεμβαλλόμενος
2 εμβόλιμος

intercalàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [interkaˈlare]

1 παρενθέτω
2 παρεμβάλλω
3 ενθέτω
4 παραποιώ κείμενο με προσθήκες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interblocco intercalazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interazione (θηλ.ουσ)
interbancario (επίθ.)
interbellico (επίθ.)
interbinario (ουσ αρσ )
interblocco (ουσ αρσ )
intercalare (ουσ αρσ )
intercalare (επίθ.)
intercalare (ρ. μτβ.)
intercalazione (θηλ.ουσ)
intercambiabile (επίθ.)
intercambiabilità (θηλ.ουσ)
intercapedine (θηλ.ουσ)
intercedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intercellulare (επίθ.)
intercessione (θηλ.ουσ)
intercessore (αρσ. επίθ και ουσ)
intercettamento (ουσ αρσ )
intercettare (ρ. μτβ.)
intercettatore (ουσ αρσ )
intercettatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---