Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintercettàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [interʧetˈtare] 1 εμποδίζω 2 παρεμποδίζω 3 παρακολουθώ τηλεφωνική γραμμή (υποκλέπτω) 4 αναχαιτίζω 5 ανακόπτω 6 κρατώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |