Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intercomunicazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interkomunikatˈtsjone]

Ενδοεπικοινωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intercomunicante interconfessionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interclassista (επίθ.)
interclassistico (επίθ.)
intercolunnio (ουσ αρσ )
intercomunale (θηλ. επίθ και ουσ)
intercomunicante (αρσ. επίθ και ουσ)
intercomunicazione (θηλ.ουσ)
interconfessionale (επίθ.)
interconnessione (θηλ.ουσ)
interconnettere (ρ. μτβ.)
intercontinentale (επίθ.)
intercorrente (επίθ.)
intercorrere (ρ.αμτβ.)
intercostale (επίθ.)
interdetto (ουσ αρσ )
interdetto (επίθ.)
interdigitale (επίθ.)
interdipendente (επίθ.)
interdipendenza (θηλ.ουσ)
interdire (ρ. μτβ.)
interdisciplinare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---