Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interconnèttere, interconnéttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [interkonˈnɛttere], [interkonˈnettere]

Αλληλοσυνδέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interconnessione intercontinentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intercomunale (θηλ. επίθ και ουσ)
intercomunicante (αρσ. επίθ και ουσ)
intercomunicazione (θηλ.ουσ)
interconfessionale (επίθ.)
interconnessione (θηλ.ουσ)
interconnettere (ρ. μτβ.)
intercontinentale (επίθ.)
intercorrente (επίθ.)
intercorrere (ρ.αμτβ.)
intercostale (επίθ.)
interdetto (ουσ αρσ )
interdetto (επίθ.)
interdigitale (επίθ.)
interdipendente (επίθ.)
interdipendenza (θηλ.ουσ)
interdire (ρ. μτβ.)
interdisciplinare (επίθ.)
interdizione (θηλ.ουσ)
interessamento (ουσ αρσ )
interessante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---