Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinterdizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [interditˈtsjone] 1 στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων 2 στέρηση αστικών δικαιωμάτων 3 απαγόρευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |