Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interdizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interditˈtsjone]

1 στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
2 στέρηση αστικών δικαιωμάτων
3 απαγόρευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interdisciplinare interessamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interdigitale (επίθ.)
interdipendente (επίθ.)
interdipendenza (θηλ.ουσ)
interdire (ρ. μτβ.)
interdisciplinare (επίθ.)
interdizione (θηλ.ουσ)
interessamento (ουσ αρσ )
interessante (επίθ.)
interessare (ρ.αμτβ.)
interessare (ρ. μτβ.)
interessarsi (ρ.μ. (αντων.))
interessatamente (επίρ.)
interessato (ουσ αρσ )
interessato (επίθ.)
interesse (ουσ αρσ )
interessenza (θηλ.ουσ)
interezza (θηλ.ουσ)
interfaccia (θηλ.ουσ)
interfacoltà (θηλ.ουσ)
interferenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---