Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interessènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interesˈsɛntsa]

1 ποσοστό επί των πωλήσεων
2 μερίδιο επί των κερδών
3 μοίρασμα κερδών σε υπαλλήλους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interesse interezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interessarsi (ρ.μ. (αντων.))
interessatamente (επίρ.)
interessato (ουσ αρσ )
interessato (επίθ.)
interesse (ουσ αρσ )
interessenza (θηλ.ουσ)
interezza (θηλ.ουσ)
interfaccia (θηλ.ουσ)
interfacoltà (θηλ.ουσ)
interferenza (θηλ.ουσ)
interferenziale (επίθ.)
interferire (ρ.αμτβ.)
interferometria (θηλ.ουσ)
interferometro (ουσ αρσ )
interferon (ουσ αρσ )
interferone (ουσ αρσ )
interfogliare (ρ. μτβ.)
interfogliatura (θηλ.ουσ)
interfoglio (ουσ αρσ )
interfono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---