Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interfàccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interˈfatʧa]

1 μέσον αλληλεπίδρασης
2 επιφάνεια κοινή
3 αλληλεπίδραση
4 διασύνδεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interezza interfacoltà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interessato (ουσ αρσ )
interessato (επίθ.)
interesse (ουσ αρσ )
interessenza (θηλ.ουσ)
interezza (θηλ.ουσ)
interfaccia (θηλ.ουσ)
interfacoltà (θηλ.ουσ)
interferenza (θηλ.ουσ)
interferenziale (επίθ.)
interferire (ρ.αμτβ.)
interferometria (θηλ.ουσ)
interferometro (ουσ αρσ )
interferon (ουσ αρσ )
interferone (ουσ αρσ )
interfogliare (ρ. μτβ.)
interfogliatura (θηλ.ουσ)
interfoglio (ουσ αρσ )
interfono (ουσ αρσ )
intergalattico (επίθ.)
interglaciale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---