Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interferometrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interferomeˈtria]

Ιντερφερομετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interferire interferometro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interfaccia (θηλ.ουσ)
interfacoltà (θηλ.ουσ)
interferenza (θηλ.ουσ)
interferenziale (επίθ.)
interferire (ρ.αμτβ.)
interferometria (θηλ.ουσ)
interferometro (ουσ αρσ )
interferon (ουσ αρσ )
interferone (ουσ αρσ )
interfogliare (ρ. μτβ.)
interfogliatura (θηλ.ουσ)
interfoglio (ουσ αρσ )
interfono (ουσ αρσ )
intergalattico (επίθ.)
interglaciale (επίθ.)
intergovernativo (επίθ.)
interiettivo (επίθ.)
interiezione (θηλ.ουσ)
interim (ουσ αρσ )
interinale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---