Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interiezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interjetˈtsjone]

1 παρεμβολή
2 επιφώνημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interiettivo interim  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interfono (ουσ αρσ )
intergalattico (επίθ.)
interglaciale (επίθ.)
intergovernativo (επίθ.)
interiettivo (επίθ.)
interiezione (θηλ.ουσ)
interim (ουσ αρσ )
interinale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interinato (ουσ αρσ )
interino (ουσ αρσ )
interino (επίθ.)
interionico (επίθ.)
interiora (θηλ.ουσ)
interiore (ουσ αρσ )
interiore (επίθ.)
interiorità (θηλ.ουσ)
interiorizzare (ρ. μτβ.)
interiorizzazione (θηλ.ουσ)
interlinea (θηλ.ουσ)
interlineare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---