Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interióre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inteˈrjore]

εσωτερικό

interióre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inteˈrjore]

1 ενδιάθετος
2 αδήλωτος
3 εσώτατος
4 εσωτερικός
5 ενδόμυχος
6 μύχιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interiora interiorità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interinato (ουσ αρσ )
interino (ουσ αρσ )
interino (επίθ.)
interionico (επίθ.)
interiora (θηλ.ουσ)
interiore (ουσ αρσ )
interiore (επίθ.)
interiorità (θηλ.ουσ)
interiorizzare (ρ. μτβ.)
interiorizzazione (θηλ.ουσ)
interlinea (θηλ.ουσ)
interlineare (επίθ.)
interlineare (ρ. μτβ.)
interlineatura (θηλ.ουσ)
interlocutore (ουσ αρσ )
interlocutoria (θηλ.ουσ)
interlocutorio (επίθ.)
interlocuzione (θηλ.ουσ)
interloquire (ρ.αμτβ.)
interludio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---