Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interlocutòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interlokuˈtɔrja]

προδικαστική κρίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interlocutore interlocutorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interlinea (θηλ.ουσ)
interlineare (επίθ.)
interlineare (ρ. μτβ.)
interlineatura (θηλ.ουσ)
interlocutore (ουσ αρσ )
interlocutoria (θηλ.ουσ)
interlocutorio (επίθ.)
interlocuzione (θηλ.ουσ)
interloquire (ρ.αμτβ.)
interludio (ουσ αρσ )
intermascellare (επίθ.)
intermediario (ουσ αρσ )
intermediario (επίθ.)
intermedio (αρσ. επίθ και ουσ)
intermezzo (ουσ αρσ )
interminabile (επίθ.)
interminato (επίθ.)
interministeriale (επίθ.)
intermissione (θηλ.ουσ)
intermittente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---