Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intermèzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈmɛddzo]

το διάλειμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intermedio interminabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interludio (ουσ αρσ )
intermascellare (επίθ.)
intermediario (ουσ αρσ )
intermediario (επίθ.)
intermedio (αρσ. επίθ και ουσ)
intermezzo (ουσ αρσ )
interminabile (επίθ.)
interminato (επίθ.)
interministeriale (επίθ.)
intermissione (θηλ.ουσ)
intermittente (επίθ.)
intermittenza (θηλ.ουσ)
intermodulazione (θηλ.ουσ)
intermolecolare (επίθ.)
internamente (επίρ.)
internamento (ουσ αρσ )
internare (ρ. μτβ.)
internarsi (ρ.μ. (αντων.))
internato (ουσ αρσ )
internato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---