Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


internàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈnare]

1 βάζω κάποιον σε τρελοκομείο
2 κλείνω σε στρατόπεδο ή σε ίδρυμα

internarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [interˈnarsi]

1 προχωρώ προς το εσωτερικό
2 προχωρώ βαθιά μέσα
3 μπαίνω βαθιά
4 διεισδύω
5 θάβομαι (κάπου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  internamento internato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intermittenza (θηλ.ουσ)
intermodulazione (θηλ.ουσ)
intermolecolare (επίθ.)
internamente (επίρ.)
internamento (ουσ αρσ )
internare (ρ. μτβ.)
internarsi (ρ.μ. (αντων.))
internato (ουσ αρσ )
internato (επίθ.)
internazionale (θηλ.ουσ)
internazionale (επίθ.)
internazionalismo (ουσ αρσ )
internazionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
internazionalista (επίθ.)
internazionalistico (επίθ.)
internazionalità (θηλ.ουσ)
internazionalizzare (ρ. μτβ.)
internazionalizzazione (θηλ.ουσ)
internet (θηλ.ουσ)
internista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---