Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinternet
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈinternet], [interˈnɛt] το Ίντερνετ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcollegarsi a Internet = συνδέυομαι με το Ίντερνετ || navigare in Internet = ταξιδεύω στο Ίντερνετ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |