Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


internet  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈinternet], [interˈnɛt]

το Ίντερνετ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  internazionalizzazione internista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


collegarsi a Internet = συνδέυομαι με το Ίντερνετ || navigare in Internet = ταξιδεύω στο Ίντερνετ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

internazionalista (επίθ.)
internazionalistico (επίθ.)
internazionalità (θηλ.ουσ)
internazionalizzare (ρ. μτβ.)
internazionalizzazione (θηλ.ουσ)
internet (θηλ.ουσ)
internista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interno (ουσ αρσ )
interno (επίθ.)
internodio (ουσ αρσ )
internodo (ουσ αρσ )
internografato (επίθ.)
inter nos (επίρ.)
internucleare (επίθ.)
internunzio (ουσ αρσ )
intero (ουσ αρσ )
intero (επίθ.)
interoceanico (επίθ.)
interoculare (επίθ.)
interosseo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---