Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interoculàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interokuˈlare]

Ενδοφθαλμικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interoceanico interosseo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

internucleare (επίθ.)
internunzio (ουσ αρσ )
intero (ουσ αρσ )
intero (επίθ.)
interoceanico (επίθ.)
interoculare (επίθ.)
interosseo (επίθ.)
interparietale (επίθ.)
interparlamentare (επίθ.)
interpartitico (επίθ.)
interpellante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interpellanza (θηλ.ουσ)
interpellare (ρ. μτβ.)
interpersonale (επίθ.)
interplanetario (επίθ.)
interpolabile (επίθ.)
interpolamento (ουσ αρσ )
interpolare (ρ. μτβ.)
interpolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
interpolazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---