Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interpolatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [interpolaˈtore]

Παρεμβάλλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interpolare interpolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interpersonale (επίθ.)
interplanetario (επίθ.)
interpolabile (επίθ.)
interpolamento (ουσ αρσ )
interpolare (ρ. μτβ.)
interpolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
interpolazione (θηλ.ουσ)
interponte (ουσ αρσ )
interporre (ρ. μτβ.)
interporsi (ρ.μ. (αντων.))
interposizione (θηλ.ουσ)
interpretabile (επίθ.)
interpretare (ρ. μτβ.)
interpretariato (ουσ αρσ )
interpretativo (επίθ.)
interpretatore (αρσ. επίθ και ουσ)
interpretazione (θηλ.ουσ)
interprete (ουσ αρσ )
interprovinciale (επίθ.)
interpungere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---