Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interpùngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈpunʤere]

1 διακόπτω κατά διαστήματα
2 βάζω σημεία στίξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interprovinciale interpunzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interpretativo (επίθ.)
interpretatore (αρσ. επίθ και ουσ)
interpretazione (θηλ.ουσ)
interprete (ουσ αρσ )
interprovinciale (επίθ.)
interpungere (ρ. μτβ.)
interpunzione (θηλ.ουσ)
interramento (ουσ αρσ )
interrare (ρ. μτβ.)
interrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
interrato (ουσ αρσ )
interrato (επίθ.)
interrazziale (επίθ.)
interregionale (ουσ αρσ )
interregno (ουσ αρσ )
interrelazione (θηλ.ουσ)
interrimento (ουσ αρσ )
interrogante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interrogare (ρ. μτβ.)
interrogativamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---