Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interrogànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [interroˈgante]

1 ανακριτής
2 ανακρίνων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interrimento interrogare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interrazziale (επίθ.)
interregionale (ουσ αρσ )
interregno (ουσ αρσ )
interrelazione (θηλ.ουσ)
interrimento (ουσ αρσ )
interrogante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
interrogare (ρ. μτβ.)
interrogativamente (επίρ.)
interrogativo (ουσ αρσ )
interrogativo (επίθ.)
interrogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
interrogatorio (ουσ αρσ )
interrogatorio (επίθ.)
interrogazione (θηλ.ουσ)
interrompere (ρ. μτβ.)
interrompersi (ρ.μ. (αντων.))
interruttore (ουσ αρσ )
interruzione (θηλ.ουσ)
interscambio (ουσ αρσ )
interscapolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---