Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


interruzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [interrutˈtsjone]

η διακοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  interruttore interscambio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

interrogatorio (επίθ.)
interrogazione (θηλ.ουσ)
interrompere (ρ. μτβ.)
interrompersi (ρ.μ. (αντων.))
interruttore (ουσ αρσ )
interruzione (θηλ.ουσ)
interscambio (ουσ αρσ )
interscapolare (επίθ.)
intersecamento (ουσ αρσ )
intersecare (ρ. μτβ.)
intersecarsi (ρ.μ. (αντων.))
intersecazione (θηλ.ουσ)
intersezione (θηλ.ουσ)
intersiderale (επίθ.)
interspinoso (επίθ.)
interstellare (επίθ.)
interstiziale (αρσ. επίθ και ουσ)
interstizio (ουσ αρσ )
intertempo (ουσ αρσ )
intertrigine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---