Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό
intertèmpo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [interˈtɛmpo]
1 ημιχρόνιο
2 διάλειμμα ημιχρόνου
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
Sfoglia il dizionario
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
---CACHE---
|
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|