Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintervènto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [interˈvɛnto] 1 (in discussione) η παρέμβαση 2 medicina η επέμβαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |