Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intèssere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtɛssere]

1 καταφέρνω με τέχνασμα
2 εξυφαίνω συνωμοσία
3 συνωμοτώ
4 υφαίνω
5 περιπλέκω
6 συνυφαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inteso intessitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intervocalico (επίθ.)
interzato (αρσ. επίθ και ουσ)
interzonale (επίθ.)
intesa (θηλ.ουσ)
inteso (επίθ.)
intessere (ρ. μτβ.)
intessitura (θηλ.ουσ)
intessuto (επίθ.)
intestabile (επίθ.)
intestardirsi (ρ. μ. αμτβ.)
intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )
intestato (ουσ αρσ )
intestato (επίθ.)
intestazione (θηλ.ουσ)
intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )
intestino (επίθ.)
intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---