Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intestatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intestaˈtarjo]

1 καταχωρημένος κάτοχος
2 κάτοχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intestarsi intestato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intessuto (επίθ.)
intestabile (επίθ.)
intestardirsi (ρ. μ. αμτβ.)
intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )
intestato (ουσ αρσ )
intestato (επίθ.)
intestazione (θηλ.ουσ)
intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )
intestino (επίθ.)
intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---