Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intestazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intestatˈtsjone]

1 επικεφαλίδα με στοιχεία εταιρείας
2 στοιχεία εταιρείας επιστολόχαρτου
3 χαρτί με στοιχεία εταιρείας
4 επικεφαλίδα
5 εγγραφή
6 τίτλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intestato intestinale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intestare (ρ. μτβ.)
intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intestatario (ουσ αρσ )
intestato (ουσ αρσ )
intestato (επίθ.)
intestazione (θηλ.ουσ)
intestinale (επίθ.)
intestino (ουσ αρσ )
intestino (επίθ.)
intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)
intimidazione (θηλ.ουσ)
intimidire (ρ.αμτβ.)
intimidire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---