Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intimaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [intimaˈmente]

1 από κοντά
2 ενδόμυχα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intignarsi intimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intestino (επίθ.)
intiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intiero, intiero (αρσ. επίθ και ουσ)
intignare (ρ.αμτβ.)
intignarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intimamente (επίρ.)
intimare (ρ. μτβ.)
intimazione (θηλ.ουσ)
intimidatorio (επίθ.)
intimidazione (θηλ.ουσ)
intimidire (ρ.αμτβ.)
intimidire (ρ. μτβ.)
intimidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intimidito (επίθ.)
intimismo (ουσ αρσ )
intimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intimistico (επίθ.)
intimità (θηλ.ουσ)
intimo (ουσ αρσ )
intimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---