Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintìmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈtimo] 1 τα ενδόμυχα 2 τα μύχια της καρδιάς 3 εσώψυχα (της καρδιάς) 4 στενός φίλος 5 στενή σχέση ìntimo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈintimo] 1 ενδόμυχος (-η, -ό) 2 (amico) στενός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbiancheria [θηλ.] intima = τα εσώρουχα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |