ItalianoGreco


intisichìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intiziˈkire]

1 εξασθενώ
2 ρέβω
3 μαραίνομαι
4 μαραζώνω
5 εξαντλούμαι
6 λιώνω
7 φθίνω
8 καταρρέω
9 παθαίνω φυματίωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---