Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intirizzìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intiridˈdzire]

1 μουδιάζω
2 ξυλιάζω

intirizzirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intiridˈdzirsi]

1 μουδιάζω
2 ξυλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intirizzimento intirizzito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intimorire (ρ. μτβ.)
intimorirsi (ρ.μ. (αντων.))
intingere (ρ. μτβ.)
intingolo (ουσ αρσ )
intirizzimento (ουσ αρσ )
intirizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intirizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
intirizzito (επίθ.)
intisichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intitolare (ρ. μτβ.)
intitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
intitolazione (θηλ.ουσ)
intoccabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intollerabile (επίθ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ)
intollerante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intolleranza (θηλ.ουσ)
intonacare (ρ. μτβ.)
intonacatore (ουσ αρσ )
intonacatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---