Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intollerabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intollerabiliˈta]

ιδιότητα του ανυπόφορου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intollerabile intollerante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intitolare (ρ. μτβ.)
intitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
intitolazione (θηλ.ουσ)
intoccabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intollerabile (επίθ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ)
intollerante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intolleranza (θηλ.ουσ)
intonacare (ρ. μτβ.)
intonacatore (ουσ αρσ )
intonacatrice (θηλ.ουσ)
intonacatura (θηλ.ουσ)
intonachino (ουσ αρσ )
intonaco (ουσ αρσ )
intonare (ρ.αμτβ.)
intonarsi (ρ.μ. (αντων.))
intonato (επίθ.)
intonazione (θηλ.ουσ)
intonso (επίθ.)
intontimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---