Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intontiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intontiˈmento]

1 αποσβόλωμα
2 παραζάλη
3 ζάλισμα
4 αποστόμωση
5 έκπληξη
6 μαρμάρωμα
7 κατάπληξη
8 αποσβόλωση
9 ζαβλάκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intonso intontire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intonare (ρ.αμτβ.)
intonarsi (ρ.μ. (αντων.))
intonato (επίθ.)
intonazione (θηλ.ουσ)
intonso (επίθ.)
intontimento (ουσ αρσ )
intontire (ρ.αμτβ.)
intontire (ρ. μτβ.)
intontirsi (ρ.μ. (αντων.))
intontito (επίθ.)
intoppare (ρ.αμτβ.)
intoppare (ρ. μτβ.)
intopparsi (ρ.μ. (αντων.))
intoppo (ουσ αρσ )
intorbidamento (ουσ αρσ )
intorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intorbidarsi (ρ.μ. (αντων.))
intorbidire (ρ.αμτβ.)
intorbidire (ρ. μτβ.)
intormentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---