Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intorbidìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intorbiˈdire]

1 θολώνομαι
2 σκοτεινιάζω
3 συγχύζομαι
4 ανταριάζω
5 σκοτίζομαι
6 συννεφιάζω
7 καταχνιάζω
8 αναστατώνομαι

intorbidìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intorbiˈdire]

1 ανταριάζω
2 αναστατώνω
3 συγχύζω
4 συννεφιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intorbidarsi intormentire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intopparsi (ρ.μ. (αντων.))
intoppo (ουσ αρσ )
intorbidamento (ουσ αρσ )
intorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intorbidarsi (ρ.μ. (αντων.))
intorbidire (ρ.αμτβ.)
intorbidire (ρ. μτβ.)
intormentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intormentirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorno (επίθ.)
intorno (πρόθ.)
intorno (επίρ.)
intorpidimento (ουσ αρσ )
intorpidire (ρ.αμτβ.)
intorpidire (ρ. μτβ.)
intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorpidito (επίθ.)
intossicare (ρ. μτβ.)
intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
intossicazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---