Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intorpidìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intorpiˈdire]

1 αποχαυνώνομαι
2 αποναρκώνομαι
3 ναρκώνομαι

intorpidìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intorpiˈdire]

1 αποχαυνώνω
2 χαυνώνω
3 ναρκώνω

intorpidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intorpiˈdirsi]

1 ναρκώνομαι
2 αποναρκώνομαι
3 αποχαυνώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intorpidimento intorpidito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intormentirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorno (επίθ.)
intorno (πρόθ.)
intorno (επίρ.)
intorpidimento (ουσ αρσ )
intorpidire (ρ.αμτβ.)
intorpidire (ρ. μτβ.)
intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorpidito (επίθ.)
intossicare (ρ. μτβ.)
intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
intossicazione (θηλ.ουσ)
intracellulare (επίθ.)
intracerebrale (επίθ.)
intracranico (επίθ.)
intradermico (επίθ.)
intradermoreazione (θηλ.ουσ)
intradosso (ουσ αρσ )
intraducibile (επίθ.)
intraducibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---