Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intorpidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intorpidiˈmento]

1 νάρκωση
2 αποχαύνωση
3 νάρκη
4 μούδιασμα
5 λήθαργος
6 χαύνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intorno intorpidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intormentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intormentirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorno (επίθ.)
intorno (πρόθ.)
intorno (επίρ.)
intorpidimento (ουσ αρσ )
intorpidire (ρ.αμτβ.)
intorpidire (ρ. μτβ.)
intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorpidito (επίθ.)
intossicare (ρ. μτβ.)
intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
intossicazione (θηλ.ουσ)
intracellulare (επίθ.)
intracerebrale (επίθ.)
intracranico (επίθ.)
intradermico (επίθ.)
intradermoreazione (θηλ.ουσ)
intradosso (ουσ αρσ )
intraducibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---