Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintorpidiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [intorpidiˈmento] 1 νάρκωση 2 αποχαύνωση 3 νάρκη 4 μούδιασμα 5 λήθαργος 6 χαύνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |