Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intórno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈtorno]

1 γειτονικός
2 κοντινός
3 περιβάλλων

intórno  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [inˈtorno]

1 ολόγυρα
2 περιτρίγυρα
3 κοντά
4 περί
5 τριγύρω
6 γύρω
7 γύρα
8 πέριξ
9 περίγυρα

intórno  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inˈtorno]

γύρω, πέριξ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intormentirsi intorpidimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intorbidarsi (ρ.μ. (αντων.))
intorbidire (ρ.αμτβ.)
intorbidire (ρ. μτβ.)
intormentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intormentirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorno (επίθ.)
intorno (πρόθ.)
intorno (επίρ.)
intorpidimento (ουσ αρσ )
intorpidire (ρ.αμτβ.)
intorpidire (ρ. μτβ.)
intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorpidito (επίθ.)
intossicare (ρ. μτβ.)
intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
intossicazione (θηλ.ουσ)
intracellulare (επίθ.)
intracerebrale (επίθ.)
intracranico (επίθ.)
intradermico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---