Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintossicazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intossikatˈtsjone] η δηλητηρίαση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαintossicazione [θηλ.] alimentare = η τροφική δηλητηρίαση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |