Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intossicazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intossikatˈtsjone]

η δηλητηρίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intossicarsi intracellulare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


intossicazione [θηλ.] alimentare = η τροφική δηλητηρίαση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intorpidire (ρ. μτβ.)
intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorpidito (επίθ.)
intossicare (ρ. μτβ.)
intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
intossicazione (θηλ.ουσ)
intracellulare (επίθ.)
intracerebrale (επίθ.)
intracranico (επίθ.)
intradermico (επίθ.)
intradermoreazione (θηλ.ουσ)
intradosso (ουσ αρσ )
intraducibile (επίθ.)
intraducibilità (θηλ.ουσ)
intralciare (ρ. μτβ.)
intralciarsi (ρ.μ. (αντων.))
intralcio (ουσ αρσ )
intralicciatura (θηλ.ουσ)
intrallazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrallazzatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---