Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intrallazzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intrallatˈtsare]

1 κάνω μαύρη αγορά
2 δολοπλοκώ
3 συνωμοτώ
4 διαβουλεύομαι
5 ελίσσομαι
6 συναλλάσσομαι παρανόμως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intralicciatura intrallazzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intraducibilità (θηλ.ουσ)
intralciare (ρ. μτβ.)
intralciarsi (ρ.μ. (αντων.))
intralcio (ουσ αρσ )
intralicciatura (θηλ.ουσ)
intrallazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrallazzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
intrallazzo (ουσ αρσ )
intramezzare (ρ. μτβ.)
intramolecolare (επίθ.)
intramontabile (επίθ.)
intramurale (επίθ.)
intramuscolare (επίθ.)
intransigente (ουσ αρσ και θηλ.)
intransigente (επίθ.)
intransigenza (θηλ.ουσ)
intransitabile (επίθ.)
intransitabilità (θηλ.ουσ)
intransitivo (επίθ.)
intranucleare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---