ItalianoGreco


intrallazzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intrallatˈtsare]

1 κάνω μαύρη αγορά
2 δολοπλοκώ
3 συνωμοτώ
4 διαβουλεύομαι
5 ελίσσομαι
6 συναλλάσσομαι παρανόμως


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---