Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intramontàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intramonˈtabile]

1 αιώνιος
2 αθάνατος
3 παντοτινός
4 πάντοτε δημοφιλής
5 ακατάλυτος
6 αέναος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intramolecolare intramurale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrallazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrallazzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
intrallazzo (ουσ αρσ )
intramezzare (ρ. μτβ.)
intramolecolare (επίθ.)
intramontabile (επίθ.)
intramurale (επίθ.)
intramuscolare (επίθ.)
intransigente (ουσ αρσ και θηλ.)
intransigente (επίθ.)
intransigenza (θηλ.ουσ)
intransitabile (επίθ.)
intransitabilità (θηλ.ουσ)
intransitivo (επίθ.)
intranucleare (επίθ.)
intraoculare (επίθ.)
intrapelvico (επίθ.)
intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---