Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intransitàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intransiˈtabile]

1 ανεφάρμοστος
2 ανέφικτος
3 απραγματοποίητος
4 ακατόρθωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intransigenza intransitabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intramurale (επίθ.)
intramuscolare (επίθ.)
intransigente (ουσ αρσ και θηλ.)
intransigente (επίθ.)
intransigenza (θηλ.ουσ)
intransitabile (επίθ.)
intransitabilità (θηλ.ουσ)
intransitivo (επίθ.)
intranucleare (επίθ.)
intraoculare (επίθ.)
intrapelvico (επίθ.)
intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)
intraprendenza (θηλ.ουσ)
intraprendere (ρ. μτβ.)
intrasferibile (επίθ.)
intrasferibilità (θηλ.ουσ)
intrasmissibile (επίθ.)
intrasmissibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---