Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intransitabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intransitabiliˈta]

αδυναμία πραγματοποίησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intransitabile intransitivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intramuscolare (επίθ.)
intransigente (ουσ αρσ και θηλ.)
intransigente (επίθ.)
intransigenza (θηλ.ουσ)
intransitabile (επίθ.)
intransitabilità (θηλ.ουσ)
intransitivo (επίθ.)
intranucleare (επίθ.)
intraoculare (επίθ.)
intrapelvico (επίθ.)
intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)
intraprendenza (θηλ.ουσ)
intraprendere (ρ. μτβ.)
intrasferibile (επίθ.)
intrasferibilità (θηλ.ουσ)
intrasmissibile (επίθ.)
intrasmissibilità (θηλ.ουσ)
intrasportabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---