Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intrasferìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intrasfeˈribile]

μη μεταβιβάσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intraprendere intrasferibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)
intraprendenza (θηλ.ουσ)
intraprendere (ρ. μτβ.)
intrasferibile (επίθ.)
intrasferibilità (θηλ.ουσ)
intrasmissibile (επίθ.)
intrasmissibilità (θηλ.ουσ)
intrasportabile (επίθ.)
intratoracico (επίθ.)
intrattabile (επίθ.)
intrattabilità (θηλ.ουσ)
intrattenere (ρ. μτβ.)
intrattenersi (ρ.μ. (αντων.))
intrattenimento (ουσ αρσ )
intrauterino (επίθ.)
intravascolare (επίθ.)
intravedere (ρ. μτβ.)
intravertebrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---