Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintrattenére
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [intratteˈnere] απασχολώ intrattenersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [intratteˈnersi] 1 ενδιατρίβω 2 αργώ 3 καθυστερώ 4 σταματώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |