intrecciàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [intretˈʧare]
1 περιπλέκω
2 υφαίνω
3 πλέκω
4 διαπλέκω
5 φαίνω
6 περιελίσσω
7 συμπεριπλέκω
8 συμπλέκω
9 εξυφαίνω
10 πλέκω το ένα με το άλλο
11 πλέκω σε κοτσίδα
12 φτιάχνω πλεξούδα στα μαλλιά
13 θηλυκώνω
14 συνυφαίνω
intrecciarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [intretˈʧarsi]
1 συνυφαίνομαι
2 συμπλέκομαι
3 πλέκομαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [intretˈʧare]
1 περιπλέκω
2 υφαίνω
3 πλέκω
4 διαπλέκω
5 φαίνω
6 περιελίσσω
7 συμπεριπλέκω
8 συμπλέκω
9 εξυφαίνω
10 πλέκω το ένα με το άλλο
11 πλέκω σε κοτσίδα
12 φτιάχνω πλεξούδα στα μαλλιά
13 θηλυκώνω
14 συνυφαίνω
intrecciarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [intretˈʧarsi]
1 συνυφαίνομαι
2 συμπλέκομαι
3 πλέκομαι
permalink
intrecciare (ρ. μτβ.)
intrecciarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android