Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intricàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intriˈkato]

1 σύνθετος
2 ανακατωμένος
3 μπλεγμένος
4 μπερδεμένος
5 πολύπλοκος
6 περίπλοκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intricarsi intrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrepidezza (θηλ.ουσ)
intrepidità (θηλ.ουσ)
intrepido (αρσ. επίθ και ουσ)
intricare (ρ. μτβ.)
intricarsi (ρ.μ. (αντων.))
intricato (επίθ.)
intrico (ουσ αρσ )
intridere (ρ. μτβ.)
intrigante (ουσ αρσ και θηλ.)
intrigante (επίθ.)
intrigare (ρ.αμτβ.)
intrigare (ρ. μτβ.)
intrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
intrigato (αρσ. επίθ και ουσ)
intrigo (ουσ αρσ )
intrinseco (ουσ αρσ )
intrinseco (επίθ.)
intrinsichezza (θηλ.ουσ)
intriso (ουσ αρσ )
intriso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---