Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintrigàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [intriˈgato] 1 ανακατωμένος 2 συγκεχυμένος 3 αξεδιάλυτος 4 θολωμένος 5 περίπλοκος 6 μπλεγμένος 7 μπερδεμένος 8 ασαφής 9 πολύπλοκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |