Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


introdùrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [introˈdurre]

εισάγω, βάζω μέσα

introdursi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [introˈdursi]

1 μπαίνω
2 καταφέρνω να μπω
3 εισχωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  introducibile introduttivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intriso (επίθ.)
intristimento (ουσ αρσ )
intristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
introdotto (αρσ. επίθ και ουσ)
introducibile (επίθ.)
introdurre (ρ. μτβ.)
introdursi (ρ.μ. (αντων.))
introduttivo (επίθ.)
introduttore (ουσ αρσ )
introduttorio (επίθ.)
introduzione (θηλ.ουσ)
introiezione (θηλ.ουσ)
introitare (ρ. μτβ.)
introito (ουσ αρσ )
intromettere (ρ. μτβ.)
intromettersi (ρ. μ. αμτβ.)
intromissione (θηλ.ουσ)
intronamento (ουσ αρσ )
intronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intronato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---